ΜΑΝΔΡΙΤΣΑ,  Η ΑΚΜΑΙΑ ΚΩΜΟΠΟΛΗ ΤΩΝ ΑΡΒΑΝΙΤΟΦΩΝΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΤΗΝ ΠΡΩΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΡΩΜΥΛΙΑ  ΠΟΥ ΕΣΒΗΣΕ  ΤΟ 1913.

(ΘΕΣΗ, ΙΔΡΥΣΗ, ΓΛΩΣΣΑ, ΘΡΗΣΚΕΥΜΑ, ΣΗΡΟΤΡΟΦΙΑ, ΒΙΟΤΕΧΝΙΑ, ΕΜΠΟΡΙΟ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ, ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ, ΒΙΑΙΟΣ ΞΕΡΙΖΩΜΟΣ, ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, ΑΠΟΓΟΝΟΙ.)

    Η Μανδρίτσα είναι σήμερα ένα χωριό της Νοτιο - Ανατολικής Βουλγαρίας,  Δυτικά του Διδυμοτείχου – Έβρου. Βρίσκεται στην Ανατολική Ροδόπη, του Δήμου Ιβαΐλοβγκραντ, του Νομού Χάσκοβο- Βουλγαρίας. Το χωριό είναι χτισμένο κοντά στην ανατολική  όχθη του ποταμού Byala Reka (Ερυθροπόταμου ή Κιζίλ – ντερέ), 19 Km Νότια του  Ιβαΐλοβγκραντ και 4 Km Δυτικά του ποταμού Luda Reka (Δέρειου ή Καναρά), πολύ κοντά στην Ελληνο – Βουλγαρική μεθόριο.

    Υπάρχουν αρκετές εκδοχές, όσον αφορά την εγκατάσταση των πρώτων κατοίκων στη Μανδρίτσα.

    Οι Μάξιμος Μαραβελάκης και Απόστολος Βακαλόπουλος, στο βιβλίο τους:  «Αι προσφυγικές εγκαταστάσεις εν τη περιοχή Θεσσαλονίκης», του Ιδρύματος Μελετών Χερσονήσου του Αίμου, Θεσσαλονίκη 1955, σελ. 295-296, γράφουν: «Οι πρόσφυγες κάτοικοι της Μανδρίτσας λέγουν ότι οι πρόγονοί των ήλθον εις την Κώμην των, προ της αλώσεως (1453),  εκ του Βιθκουκίου, πνευματικού και οικονομικού άλλοτε κέντρου του ελληνισμού στη Βόρεια Ήπειρο. Τα αίτια της μεταναστεύσεως των κατοίκων (από τα τέλη του 14ου αιώνα και τις αρχές του 15ου αιώνα) οφείλοντο εις την τότε επικρατούσαν ανώμαλον κατάστασιν εν τη Βορείω Ηπείρω (πολεμικές επιχειρήσεις λόγω προέλασης των Οθωμανών, επιδρομές, εκτεταμένες σφαγές και αιχμαλωσίες χριστιανών) και εις τας καταπιέσεις των ληστών, οι οποίοι ωρέγοντο του πλούτου των. Προ της καταστάσεως αυτής μέγα μέρος των του Βιθκουκίου έφυγον με τα ζώα των και τα πράγματά των και εγκαταστάθηκαν άλλοι μεν εν τη περιοχή του Σουλίου και πλησίον της Φλωρίνης, άλλοι δε εις την Μανδρίτσαν της Θράκης».

    Αυτή την εκδοχή αναφέρει και ο Παναγιώτης Λιούφας, στο βιβλίο του: «Ιστορία της Κοζάνης», Αθήνα 1924, σελ. 34, ο οποίος γράφει: «Μπιθκούκι ή Μπιθυκούκι εν τη επαρχία Πωγωνιανής, ακμάζουσα άλλοτε Κώμη. Οι πλείους του Μπιθκουκίου κάτοικοι επί εποχής Σουλτάν Βαγιαζήτ (1389 – 1403) λόγω φονικών ταραχών ληστών μετηνάστευσαν έτι ανατολικώτερον μέχρι Θράκης, και εκεί εγκαταστάθησαν. Απόγονοι τούτων εύρηνται εν τη Κώμη της Θράκης Μανδρίτσα».

    Την προαναφερθείσα εκδοχή υποστηρίζει και η ελληνική έκδοση της διαδικτυακής εγκυκλοπαίδειας Wikipedia.

    Η αγγλική έκδοση της διαδικτυακής εγκυκλοπαίδειας Wikipedia γράφει: «Η Μανδρίτσα ιδρύθηκε το 1636 μ.Χ. από  ανατολικο-ορθόδοξους Αρβανίτες γαλακτοκόμους, οι οποίοι εφοδίαζαν τον οθωμανικό στρατό. Στους Μανδριτσιώτες επετράπη να καλλιεργούν εκτάσεις και ήταν απαλλαγμένοι από την καταβολή φόρων. Ο κύριος όγκος των Αρβανιτόφωνων έφτασε τον 18ον αιώνα από το Βιθκούκι της περιοχής  της Κορυτσάς και τον 19ον αιώνα από το Σούλι της Ηπείρου. Τον 19ον αιώνα, η Μανδρίτσα ήταν μια μικρή πόλη Αρβανιτόφωνων που αυτοπροσδιορίζονταν ως Έλληνες».

    Η αντίστοιχη βουλγάρικη εκδοχή της  Wikipedia αναφέρει: «Λέγεται ότι η Μανδρίτσα ιδρύθηκε τον 16ο αιώνα  μ.Χ. από Αρβανιτόφωνους Χριστιανούς εκ Βιθκουκίου της Βόρειας Ηπείρου, οι οποίοι ήταν προμηθευτές του στρατού των Τούρκων. Η τουρκική κυβέρνηση τούς επέτρεψε να διαλέξουν γη και τούς απάλλαξε από την καταβολή φόρων».

    Ο Απόστολος Μαϊκίδης, ο οποίος γεννήθηκε στη Μανδρίτσα και έγραψε το βιβλίο: «Μανδρίτσα, η Κωμόπολη που έσβησε», Θεσσαλονίκη 1972, αναφέρει (σελ. 9-15) τρεις (3) εκδοχές για τη δημιουργία της Μανδρίτσας: η πρώτη συνδέεται με το χτίσιμο του τζαμιού Σελημγιέ της Αδριανούπολης (1566-1574), η δεύτερη με την καταστροφή της Μοσχόπολης (1769) και η τρίτη με τους αγώνες των Σουλιωτών με τον Αλή Πασά (1789-1803) και με τον Χουρσίτ Πασά (1822).  Οι ανωτέρω, όμως, εκδοχές του αείμνηστου Μαϊκίδη είναι πλέον ιστορικά βέβαιο ότι αναφέρονται  σε μετέπειτα από της ίδρυσης της Μανδρίτσας εποικισμούς  Μανδριτσιωτ(ισσ)ών, και μάλιστα στους σημαντικότερους εξ αυτών.

    Για την πρώτη εγκατάσταση των Μανδριτσιωτών γράφει (σελ.16) ο Μαϊκίδης: «Η τοποθεσία των πρώτων κτισμάτων, όσων περισώθηκαν από τότε, μαρτυρούσαν ότι οι πρώτοι εκείνοι κάτοικοι επροτίμησαν τας υψηλάς τοποθεσίας προς το δάσος, δια να είναι πιο κοντά στα μαντριά τους, διότι δεν χωρεί αμφιβολίαότι στις αρχές επεδόθησαν εις την κτηνοτροφίαν, διότι η βλάστησις προσφέρετο προς τούτο. Ένας άλλος, δικαιολογημένος μάλιστα, λόγος που προτίμησαν τα ορεινά σημεία είναι ότι ο Ερυθροπόταμος οσάκις επλημμύριζεν, κατέκλυζεν όλην την κάτω περιοχήν».

    Οι Μανδριτσιώτες ήταν Αρβανίτες (όχι Αλβανοί) της αυτής ράτσας,  Χριστιανοί Ορθόδοξοι στο θρήσκευμα, υπαγόμενοι στη Μητρόπολη του Διδυμότειχου (αν και πλησιέστερη στη Μανδρίτσα ήταν η Μητρόπολη Λιτίτσης).

    Οι Πρόγονοί μας μιλούσαν και «Αρβανίτικα» και «Ελληνικά», δηλαδή ήταν δίγλωσσοι. Οι Μανδριτσιώτες είχαν μητρική γλώσσα τα «Αρβανίτικα».  Η ελληνική γλώσσα χρησιμοποιείτο κυρίως στην Εκκλησία και στα Σχολεία. Έγραφαν αποκλειστικά και μόνο στην Ελληνική γλώσσα, μέχρι τον βίαιο εκπατρισμό τους το 1913.  Το αδιαμφισβήτητο αυτό γεγονός  καταμαρτυρείται από τους Τίτλους των τριών (3) Σχολείων της Μανδρίτσας εκείνης της εποχής, από τις επιτύμβιες στήλες των Κοιμητηρίων που σώζονται ακόμη και σήμερα, από διασωθέντα βιβλία, έγγραφα και τιμαλφή, κ.τ.λ.. Σημειωτέον, η Αρβανίτικη γλώσσα ουδέποτε θεωρήθηκε από την ελληνική κεντρική εξουσία ως εχθρική ή εθνικά επικίνδυνη και οι χρήστες της ουδέποτε θεωρήθηκαν «εθνικά ύποπτοι», όπως κάποιοι άλλοι, π.χ. σλαβομακεδόνες, τσάμηδες, κ.τ.λ.

  Οι Μανδριτσιώτες είχαν έντονη Ελληνική εθνική συνείδηση και ιστορικά αποδεδειγμένα συμμετείχαν στους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες του 1821, στον Μακεδονικό Αγώνα (1904 – 1908) και στους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-13). Πάντοτε οι Αρβανιτόφωνοι Πρόγονοί μας ξεκάθαρα αυτοπροσδιορίζονταν εθνικά ως Έλληνες. Με κάθε ευκαιρία έδειχναν προς τα έξω (απογραφή του 1905, απόκρουση αλβανικής προπαγάνδας το 1911, συμμετοχή στους αγώνες της Ελλάδας, μετακίνηση όλων προς την Ελλάδα τον Απρίλιο του 1914,κ.τ.λ. Σε έκθεση που δημοσιεύθηκε το 1900 στην εφημερίδα «Αγών», η Μανδρίτσα συγκαταλέγεται στα ελληνικά χωριά πέριξ Σουφλίου, συμπληρώνοντας: «Πάντα εν τη Ροδόπη και πάντα ελληνικά».

    Πιο συγκεκριμένα, για τη συμμετοχή των Μανδριτσιωτών στους αγώνες του 1821 αναφέρει στο βιβλίο του ο ΜαΊκίδης (σελ. 106-107) τα εξής: «Το 1821 ο Επίσκοπος Λιτίτσης, που ήταν μέλος της Φιλικής Εταιρείας, συγκρότησε επαναστατικό σώμα από Μανδριτσιώτες και Ορτακινούς, οι οποίοι αφού διέσχισαν την τουρκοκρατούμενη Βουλγαρία, ενώθηκαν με τα στρατεύματα του Αλέξανδρου Υψηλάντη και έλαβαν μέρος στην επανάσταση της Μολδοβλαχίας. Μετά την αποτυχία της επανάστασης στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, όσοι επέζησαν, διέσχισαν πολεμώντας τη Βαλκανική χερσόνησο και έφτασαν στην Ήπειρο κι από εκεί στην επαναστατημένη Στερεά Ελλάδα, όπου πολέμησαν για την ελευθερία της Ελλάδας. Ελάχιστοι από τους πολεμιστές αυτούς επέστρεψαν, αλλά μαζί τους ήρθαν και εγκαταστάθηκαν στη Μανδρίτσα αρκετοί Ορτακινοί και ορισμένοι μισθοφόροι Αρβανίτες Δερεμπέηδες από τις παραδουνάβιες ηγεμονίες, διότι η αυτοδιοικούμενη Μανδρίτσα παρείχε μεγαλύτερη ασφάλεια από το υπό τουρκική διοίκηση Ορτάκιοϊ».

    Οι κάτοικοι της Μανδρίτσας είχαν έντονη εθνική Ελληνική συνείδηση και κατά την διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα, όπως αναφέρει ο Μαϊκίδης (σελ. 81-83) και η ελληνική wikipedia. «Τότε οι Μανδριτσιώτες οργάνωσαν Εθνικό φιλεκπαιδευτικό Σύλλογο (τον επονομαζόμενον «Εύελπις Νεολαία») και ένοπλα σώματα, ώστε να αντιμετωπίσουν τη Βουλγάρικη απειλή. Υπήρχαν 250 ένοπλοι Μανδριτσιώτες οργανωμένοι από Έλληνες αξιωματικούς, όπως τον νεαρό τότε ανθυπολοχαγό Στυλιανόν Γονατά και τον επίσης νεαρό ανθυπολοχαγό Νικόλαο Καρβούνη. Από τους πιο γνωστούς Μανδριτσιώτες Μακεδονομάχους ήταν ο Άγγελος Καραθανάσης, ο έμπορος Μοσχίδης Δημήτριος, ο ιατρός Φίλιππος Αποστολίδης, ο ήρωάς μας Ερίνκογλου Απόστολος, κ.ά. Φυσικά, παράληψη θα ήταν αν δεν αναφέρουμε και τους Χαλαστρινούς Δασκάλους της Αστικής Σχολής της Μανδρίτσας αείμνηστους Περπερή Κωνσταντίνο και Κράββα Αθανάσιο, για τη σπουδαία δράση τους κατά των Κομιτατζήδων».

    Κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους (1912–13)  υπήρξαν αρκετοί νεκροί Μανδριτσιώτες, αφού πολλοί είχαν καταταχθεί ως εθελοντές στον Ελληνικό Στρατό. Ένας εξ αυτών ήταν και ο Σίλκογλου Θεόδωρος, παππούς των Ευάγγελου και Απόστολου Σίλκογλου. Για αυτό, η γιαγιά τους έπαιρνε σύνταξη από το ελληνικό κράτος. Επίσης, έχασε τη ζωή του υπέρ της Ελλάδας - κατά την ίδια περίοδο - και ο Άγγελος Καράογλου, αδελφός της γιαγιάς των  κυριών Πετρέλλη (Δήμητρας και Μυρσίνης) από Μεταξάδες – Έβρου.

      Εκτός από τους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες των Μανδριτσιωτών, αξιομνημόνευτος ήταν και ο επίπονος αγώνας για την καθημερινότητα και τον βιοπορισμό τους. Κυριότερες ασχολίες των Μανδριτσιωτών, μέχρι και το 1880, ήταν η κτηνοτροφία, η γεωργία και η αμπελουργία.

 

       Η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (3-3-1878) αποτέλεσε ορόσημο για την μετέπειτα πορεία  των Μανδριτσιωτών. Όταν κατά τη διάρκεια του Ρωσο-Τουρκικού πολέμου (1877-78) τα μέρη της Μανδρίτσας έγιναν πεδία πολεμικών επιχειρήσεων, ο πληθυσμός της  αναγκάστηκε να εκπατρισθεί και να αποσυρθεί προς το εσωτερικό της Ανατολικής Ρωμυλίας, μεταξύ Φιλιππούπολης και Στενημάχου, μέχρι τη λήξη του πολέμου, δηλαδή για δύο (2) περίπου χρόνια.

    Στο διάστημα της προσφυγιάς οι Μανδριτσιώτες επιδόθηκαν σε διάφορα βιοποριστικά επαγγέλματα και κυρίως στη σηροτροφία, οι δε νεότεροι απ΄αυτούς και σε άλλες τέχνες. Έτσι, όταν επέστρεψαν στην πατρώα γη, μετά από δύο χρόνια, είχαν αποκτήσει πολλά τεχνικά εφόδια, τα οποία τους βοήθησαν στην καλύτερη αξιοποίηση και ανάπτυξη  της Μανδρίτσας. Με τη λήξη του Ρωσοτουρκικού πολέμου (Ιανουάριος 1898) και με τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου(3-3-1878), η περιοχή της Μανδρίτσας περιήλθε στην Τουρκία. Οι Ρώσοι, όμως, με τους όρους της Συνθήκης αυτής πέτυχαν να τους εξασφαλίσουν προνόμια. Τα προνόμια αυτά ήταν η ασφαλής επάνοδος και διαβίωση των Χριστιανικών πληθυσμών στους τόπους καταγωγής τους και στα σπίτια τους. Οι Μανδριτσιώτες με το γυρισμό από την προσφυγιά έκαναν τα αντιπλημμυρικά έργα, διότι ήξεραν πλέον την τέχνη αυτή, αφού είχαν εργαστεί σε παρόμοια έργα στον Έβρο (ή Μαρίτσα).  Δάμασαν τον ορμητικό Ερυθροπόταμο (Κιζίλ-ντερέ). Με απλά και πρακτικά μέσα, τα σαρζανέτια (σανδράτσια), περιόρισαν και ευθυγράμμισαν την κοίτη του ποταμού, την οποία στερέωσαν με ιτιές και λεύκες που φύτευσαν. Έτσι, κατόρθωσαν να μετατρέψουν μέσα σε λίγα χρόνια το μεγάλο εκείνο αμμώδη χώρο σε πραγματική «Γη της Επαγγελίας», σε απέραντο καταπράσινο και κατάφυτο κάμπο. Ο γόνιμος πλέον τόπος, με τα εύφορα χωράφια, τους μπαχτσέδες και τα μορεόδεντρα, αποτέλεσε την πηγή της σηροτροφίας, που έγινε η κύρια ασχολία των Μανδριτσιωτών και συνετέλεσε τα μέγιστα στη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου, και γενικότερα στην ανάπτυξη και ευημερία της Κωμόπολης.

    Μόλις αναπτύχθηκαν τα μορεόδεντρα (ασκαμνιές), δηλαδή λίγο μετά το 1880, όλη η προσοχή των Μανδριτσιωτών ήταν πλέον στραμμένη στην ανάπτυξη της Σηροτροφίας. Με την πάροδο του χρόνου η Σηροτροφία στη Μανδρίτσα έφθασε σε τέτοια ακμή, ώστε τα τελευταία τέσσερα (4) χρόνια πριν τον εκπατρισμό, η μεγάλη αγορά των κουκουλιών γινόταν εκ περιτροπής στο Σουφλί και τη Μανδρίτσα, σαν τα μεγαλύτερα κέντρα παραγωγής και συγκέντρωσης του προϊόντος αυτού. Θα πρέπει να αναφερθεί, ακόμη, ότι στην εγχώρια παραγωγή κουκουλιών προσθέτονταν και τα έσοδα των είκοσι περίπου ωοσποροποιών μεταξοσκώληκα, τα οποία εισπράττονταν σε είδος, αντί χρημάτων, για τα κουτιά με ωοσπόρο που διατίθονταν σε όλα τα χωριά του κάμπου. Οι ωοσποροποιοί αυτοί (όλοι διπλωματούχοι της Σηροτροφικής Σχολής Προύσας, οι οποίοι γίνονταν δεκτοί στη Σχολή αυτή με μόνον τα προσόντα της Αστικής Σχολής της Μανδρίτσας), είχαν το δικαίωμα να διαθέτουν τον μικροσκοπικό ωοσπόρο μεταξοσκώληκα (κατά το σύστημα Παστέρ) μέσα σε ειδικά κουτιά και με τη φίρμα του καθένα σε όλη την Τουρκία, και στο εξωτερικό ακόμα (Περσία, Ιαπωνία, κ.τ.λ.),  διότι η αυτοκρατορική Σηροτροφική Σχολή Προύσας ήταν διεθνώς αναγνωρισμένη.

    Θεωρείται αναγκαίο να τονιστεί ότι λειτούργησε, για περίπου επτά (7) χρόνια, Σηροτροφική Σχολή και στη Μανδρίτσα, την οποία ίδρυσε ο δάσκαλος Βαβαϊτογλου Άγγελος. Αυτός δίδασκε στην Ελληνική γλώσσα τα μαθήματα, αφού τα μετέφρασε από την τουρκική, στην οποία τα είχε διδαχτεί  από τον Τούρκο καθηγητή Τουρκομιάν Πασά της Σχολής της Προύσας. Στη Σχολή της Μανδρίτσας φοιτούσαν όσοι δεν είχαν την οικονομική αντοχή να μεταβούν στην Προύσα και δεν γνώριζαν την Τουρκική. Αυτοί, όμως, δεν είχαν το δικαίωμα να μικροσκοπίσουν σπόρους με τη δική τους φίρμα, αφού δεν είχαν διπλώματα της Σχολής της Προύσας.

    [Οι πρώτοι διπλωματούχοι ωοσποροποιοί  της Σχολής της Προύσας (1905-1906) ήταν : ο Χρήστος Ζλατιλίδης, ο Απόστολος Ναλμπάντογλου και ο Ηλίας Γέντζογλου. Μεταγενέστεροι αυτών υπήρξαν: οι Αδελφοί Χρήστος και Κων/νος Χατζηδημητρίου, ο Απόστολος Μαϊκίδης του Γεωργίου (κουκουλόσποροι με τη φίρμα του εστάλησαν και στην Περσία), ο Κ      ων/νος Κάλφας, ο Χρήστος Βλαχόπουλος, ο Γεώργιος Συμεωνίδης, ο Άγγελος Ιωαννίδης, ο Δημήτριος Παυλίδης, ο Κων/νος Μαυρομάτης και πολλοί άλλο]ι.    

    Η όλη διάρκεια της Σηροτροφίας, παρ΄ όλο που ήταν η κύρια ασχολία των κατοίκων, δεν διαρκούσε περισσότερο από δύο μήνες, μέχρι την παραγωγή και τη συγκέντρωση. Απέμεναν, συνεπώς, άλλοι δέκα μήνες του χρόνου, στους οποίους με κάτι έπρεπε ν΄ ασχοληθεί ο κόσμος αυτός για να βελτιώσει τη ζωή του. Στα χρόνια της προσφυγιάς στη Φιλιππούπολη και τη Στενήμαχο, ο φιλόπονος και εργατικός εκείνος κόσμος της Μανδρίτσας έμαθε διάφορες τέχνες, τις οποίες μετέπειτα αξιοποίησε, για να συμπληρώσει την οικονομική ανάπτυξη του τόπου.

                Στη συνέχεια, θα προσπαθήσουμε να μεταφέρουμε όλα τα επαγγέλματα και τις βιοτεχνίες που ήκμασαν τότε στην πατρίδα των Προγόνων μας, για να δώσουμε μία πλήρη εικόνα της μικρής αυτής πολιτείας μεταξύ των ετών 1880 και 1913.

          Ας κάνουμε αρχή από τα σησαμοτριβεία.  Όλα τα σησάμια της ευρύτερης περιοχής της Μανδρίτσας γίνονταν σαμόλαδο και κούσπα (πλούσιο κτηνοτροφικό υποπροϊόν) στα δώδεκα (12) σησαμοτριβεία (τους λεγόμενους γιαχανάδες) της Μανδρίτσας, τα οποία δούλευαν εντατικά, γιατί εξυπηρετούσαν και την ευρύτερη περιφέρεια. Το ελαιόλαδο την εποχή εκείνη στην περιοχή της Μανδρίτσας ήταν σπάνιο, διότι ήταν πολύ ακριβό, αφού δεν παρήγαγε ελιές, και ο τόπος προτιμούσε το σαμόλαδο από το δικό του σησάμι. Πήγαινε  ο κάθε παραγωγός το σησάμι του στα σησαμοτριβεία για να το ανταλλάξει με σησαμέλαιο και κούσπα. Το ίδιο γινόταν και με τα σιτηρά του, τα οποία αντάλλασε ή πουλούσε για να αγοράσει τα είδη που δεν εύρισκε στη Μανδρίτσα. Σησαμοτριβεία μεγάλα ήταν: των Αδελφών Φιλίππου και Δημητρίου Αποστολίδη (ιατρών αμφότερων), των Αδελφών Γεωργίου και Αγγέλου Μαϊκίδη, του Τσίτσογλου, του Γέντζογλου, του Καλμπουρτζή – Ναλμπάντογλου, του Τερζίογλου, και άλλα μικρότερα.

    Τα κρεοπωλεία ήταν αρκετά στη Μανδρίτσα και όλα βρίσκονταν στον κεντρικό δρόμο. Τα τρία (3) μεγαλύτερα χασαπιά (δηλαδή του Μαϊκογλου, του Καδίνκογλου και του Κασάπη) διατηρούσαν δικά τους κοπάδια, τα οποία διαρκώς τα ανανέωναν με αγορές από τα γύρω χωριά και τα διάφορα παζάρια. Τα αιγοειδή ήταν τα κατ΄εξοχήν σφάγια του τόπου, διότι ήταν πλούσια η ορεινή βλάστηση. Παρ΄όλο που τα πρόβατα ήταν λιγοστά, έπρεπε απαραίτητα να βρεθούν τα καλοθρεμμένα κριάρια (μανάρια και μεγάλα ευνουχισμένα), για να υπάρχουν άφθονα την εορτή των Αγίων Αποστόλων (κριάρι στον φούρνο) και του Αγίου Δημητρίου, του Πολιούχου της Κωμόπολης (κριάρι με λαχανικά της εποχής).

    Υπήρχαν αρκετοί βυρσοδέψες (ταμπακτσήδες), που εργάζονταν στα δύο (2) τοπικά βυρσοδεψεία.  Παρά τα υποτυπώδη μέσα που χρησιμοποιούσαν τότε στην εγχώρια βυρσοδεψία, αυτή απορροφούσε  ένα μεγάλο μέρος δερμάτων, μικρών και μεγάλων ζώων. Τα κέρατα των αιγοειδών ειδικοί τεχνίτες τα έκαναν  χερούλια (λαβές), που στόλιζαν μαχαίρια, κάμες και πιστόλια (μπιντιρμέδες).

    Τα παντός τύπου μαχαίρια, τις κάμες με χρωματιστές κοκάλινες λαβές,  τα χασαπομάχαιρα και τα σατίρια τα έκανε ο ντόπιος μαχαιράς (μπιτσακτσής), για την τοπική κατανάλωση και τα παζάρια της περιοχής.

    Τα πιστόλια (μπιντιρμέδες) που φορούσαν τα παλληκάρια στα ζωνάρια και τα εμπροσθογεμή μονόκανα κυνηγητικά όπλα, γίνονταν στη Μανδρίτσα από τους δύο (2) οπλοποιούς (τσιλιγκίρηδες). Ας σημειωθεί ότι,  κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας και μέχρι το 1913, οι Αρβανίτες κάτοικοι της Μανδρίτσας είχαν αρκετά προνόμια (οπλοφορία, φορολογικές απαλλαγές, αυτοδιοίκηση,  κ.τ.λ.).

    Την τρίχα των κατσικιών την κατεργάζονταν δύο (2) μουτάφηδες, για να κάνουν τα τρίχινα δισάκια, τα παντός είδους σχοινιά, τους διάφορους τορβάδες και τα μεγάλα τσόλια (είδος κιλιμιών), που σκέπαζαν τα μορεόφυλλα πάνω στα αμάξια κατά τη μεταφορά τους απ΄ τους μπαχτσέδες, για να είναι δροσερά. Ένας (1) απ΄ αυτούς τους μουτάφηδες έκανε και ένα είδος τάπητα, βάζοντας μέσα στην τρίχα και μάλλινη χρωματιστή κλωστή και ασπρόμαυρη τρίχα για τα χαλιά τους, όπως τα ονόμαζε αυτός. Στη δουλειά αυτή των μουτάφηδων, που ήταν οικοτεχνία, βοηθούσαν και οι γυναίκες για την ύφανση σε ειδικούς αργαλειούς.

    Δύο (2) παπουτσήδες (γεμενετζήδες) και ένας (1) κουντουράς υπήρχαν στη Μανδρίτσα για να φτιάχνουν τα γιμινιά (δηλαδή παντοφλέ πατητά παπούτσια), τις γυναικείες παντόφλες, τα συρτά των γυναικών και τα κουντούρια των ανδρών, όλα με τα δέρματα της ντόπιας βυρσοδεψίας.

    Υπήρχαν τρεις (3) ραφτάδες (τερζήδες) για τα τοπικά ενδύματα, τα ποτούρια και τα μακριά αμάνικα βαριά παλτά (τα "κουπαράνια", όπως τα έλεγαν οι Σουλιώτες) με γούνες από μέσα, διότι ο χειμώνας ήταν βαρύς και υγρός στα μέρη της Μανδρίτσας. Ο πιο γνωστός ράφτης ήταν ο Βασίλειος Κουγιουμτζής, ο οποίος έραβε και τις γυναικείες ζακέτες (τις περίφημες σαλταμάρκες, που ήταν κάπως κοντές και μεσάτες ζακέτες). Τα γυναικεία φουστάνια τα έραβαν αυτοδίδακτες μοδίστρες, γυναίκες και κορίτσια.   Οι Μάξιμος Μαραβελάκης και Απόστολος Βακαλόπουλος, στο βιβλίο τους:  «Αι προσφυγικές εγκαταστάσεις εν τη περιοχή Θεσσαλονίκης», του Ιδρύματος Μελετών Χερσονήσου του Αίμου, Θεσσαλονίκη 1955, σελ. 298, αναφέρουν: «Οι παλαιότεροι κάτοικοι της Μανδρίτσας εφόρουν φουστανέλαν και έτρεφον μακριά μαλλιά. Από των μέσων, όμως, του 19ου αιώνος ήρχισαν να φορούν την ενδυμασίαν των εντόπιων Θρακιωτών, δηλαδή αμπάν, ποτούρια, κ.τ.λ. Αι γυναίκες των εφόρουν άσπρα υποκάμισα, επάνω από τα οποία έφερον κοντό γιλέκο, τις σαλταμάρκες, ζώνας με ργυράς κυρίως πλάκας μεγάλης αξίας και μεγάλα φαρδειά φουστάνια χρώματος σκούρου μπλε, χωρίς μανίκια. Τας ζώνας των εν Σουρωτή γυναικών προσφύγων εκ Μανδρίτσης ηγόρασαν σχεδόν όλας οι Γάλλοι στρατιωτικοί κατά τον Α΄ Παγκόσμιον Πόλεμον».

    Όλα τα υφάσματα, γυναικεία και ανδρικά, μάλλινα, βαμβακερά ή μεταξωτά, που τα ύφαιναν στους αργαλειούς, τα έβαφε ο Μπογιατζής (βαφέας), ένας δαιμόνιος τεχνίτης που, με μεγάλη μαεστρία και με τους διάφορους συνδυασμούς χρωμάτων,  παρουσίαζε αριστουργήματα. Στα γυναικεία υφάσματα έκανε χρωματισμούς που χρυσίζανε σε κάθε κίνηση, με διαφορετική απόχρωση, σε τρόπο ώστε ένα βαμβακερό ύφασμα να νομίζει κανείς  ότι μπορεί να είναι και μεταξωτό. Στα μάλλινα ανδρικά κυριαρχούσε το σκούρο μπλε και το καφετί για τα ποτούρια και τα σακάκια, ενώ στα ζωνάρια το βυσσινί χρώμα. Στα βαμβακερά ανδρικά κυριαρχούσε το μπλε χρώμα, πότε το σκούρο και πότε το ανοικτό για τους νέους. 

    Τα στολίδια των γυναικών και οι μεταλλικές ζώνες της φορεσιάς τους ήταν αριστουργήματα των αδελφών Κουγιουμτζή (χρυσοχόων), που έκαναν την τέχνη τους επώνυμο (δηλαδή Χρυσοχοϊδης). Αυτοί έκαναν τα βραχιόλια, τα δακτυλίδια, τα σκουλαρίκια, τις καδένες, τις γυναικείες ζώνες και τα γιορδάνια. Οι γυναικείες ζώνες, που ήταν πλακίδια  με δύο (2) μεγάλες μεταλλικές πλάκες σαν πόρπες, μπορούσαν να είναι ποικιλμένες με ασήμι ή χρυσάφι, ανάλογα με την επιθυμία και την οικονομική  δυνατότητα του πελάτη. Οι χρυσοχόοι αυτοί έκαναν και το τοπικό (χρυσό ή αργυρό) νόμισμα, το οποίο εκδιδόταν για λογαριασμό του Εκκλησιαστικού Ταμείου και ήταν αυτό υποδιαίρεση του ισχύοντος επίσημου νομίσματος του τουρκικού κράτους. Το τοπικό αυτό νόμισμα Κυκλοφορούσε, όμως, μόνον εντός της Κωμόπολης και των πέριξ χωριών. Εξαργυρωνόταν με την εμφάνισή του από την Εκκλησιαστική Επιτροπή με το επίσημο τουρκικό νόμισμα. Από τη μια πλευρά ήταν τυπωμένος ο Άγιος Δημήτριος και από την άλλη πλευρά κυκλικά η λέξη: ΜΑΝΔΡΙΤΣΑ.

    Όσο και αν φαίνεται περίεργο, η Κωμόπολη αυτή είχε  το μοναδικό και φημισμένο στην περιοχή Χυτήριο  των αδελφών Χατζηκωνσταντή, που έκανε κυρίως καμπάνες σε ευρεία κλίμακα (μικρές και μεγάλες), μανουάλια, μικρά και μεγάλα, σίδερα σιδερώματος και άλλα είδη.Ας σημειωθεί ότι οι δύο υπέροχες καμπάνες που κοσμούσαν το ψηλό καμπαναριό του Ι. Ν. Αγίου Δημητρίου της Μανδρίτσας, είχαν κατασκευασθεί από το προαναφερθέν Χυτήριο.  

    Ένας (1) κωδονοποιός [τσαντζής] έκανε τα ονομαστά μπρούτζινα και μπακιρένια κουδούνια, τα οποία έφθαναν σε όλα τα παζάρια της περιοχής, όπως στο Ορτάκιοϊ (Ιβαϊλοβγκραντ), Διδυμότειχο, Σουφλί, Ανδριανούπολη, κ.τ.λ.

    Στο εργαστήριο του πριονά έβρισκε κανείς όλων των τύπων τα πριόνια για τους μαραγκούς και τους πριονιστές (μπισκιντζήδες), οι οποίοι εξυπηρετούσαν τις ανάγκες του τόπου σε οικοδομήσιμη ξυλεία  από τα γύρω δάση και από τις πανύψηλες λεύκες των μπαχτσέδων.

    Οι τρεις(3) μαραγκοί ήταν φημισμένοι για τα κουφώματα και τα διάφορα ξύλινα καλλιτεχνήματα (στασίδια, καρέκλες, κ.τ.λ.), ντουλάπια, διάφορα σκαλίσματα, κ.τ.λ.. Δύο (2) ειδικοί μαραγκοί (δογραμματζήδες) έκαναν τις μεγάλες αρχοντικές ξύλινες εξώπορτες και τα σκαλιστά ταβάνια σε σπίτια και Σχολεία,  τα εικονοστάσια στις Εκκλησίες της περιοχής και άλλα.

    Τα βαρέλια, οι κάδοι, οι μπούκλες, οι ντορβάνες για την παραγωγή βουτύρου, ως και τα μεγάλα ανοικτά ημικυκλικά επιμήκη βαρέλια (σερεπάνες) που συναρμολογούσαν πάνω στα αμάξια, για τη μεταφορά των σταφυλιών στον τρύγο, γίνονταν από δύο (2) ντόπιους τεχνίτες, τους βαρελάδες (φουτζιτζήδες). Οι βαρελάδες ξενιτεύονταν επί 3 – 4 μήνες στη Βουλγαρία και Ρουμανία.

    Υπήρχαν πολλοί κτίστες, που ανελάμβαναν καθ΄ομάδες εργολαβικά τις οικοδομές του τόπου και της περιφέρειας. Οι κτίστες κατασκεύαζαν ψηλά, κυρίως τετράγωνα και ευρύχωρα σπίτια, διώροφα ή τριώροφα, γιατί η Σηροτροφία είχε ανάγκη από χώρους ευάερους και πολλούς. Οι οικοδομές μέχρι μεν τον πρώτον όροφον ήταν λιθόκτιστος, η δε υπόλοιπος πλινθόκτιστος.  Οι κτίστες και οι μαραγκοί είχαν πάντοτε δουλειά, τόσο μέσα στη Μανδρίτσα, όσο και στην περιφέρεια, και μάλιστα στα χωριά του κάμπου που ήταν καθαρά γεωργικά. Μέσα στους κτίστες ξεχώριζε ο Κάλφας (πρωτομάστορας), που ανελάμβανε τις Εκκλησίες, τα  Σχολεία, τα αρχοντικά και όλα τα πολύ μεγάλα κτίσματα.

    Φροντίζοντας οι Μανδριτσιώτες και για τον ατομικό καλλωπισμό τους επισκεπτόταν τακτικά  τα δύο (2) κουρεία. Ο γνωστότερος κουρέας ήταν ο Ενάκης Χατζηόγλου, του οποίου το κουρείο βρισκόταν λίγο μετά τη βιοτεχνία των αναψυκτικών.

    Πεταλωτές (Ναλμπάντηδες) υπήρχαν πολλοί, για αυτό και το επώνυμο Ναλμπάντογλου ήταν πολύ σύνηθες στη Μανδρίτσα. Αρκετοί από τους πεταλωτές επισκέπτονταν και τα χωριά κυρίως του Διδυμότειχου.

     Τα πέταλα και τα καρφιά των πεταλωτών ήταν και αυτά ντόπια, κατασκευασμένα από έναν (1) ειδικό τεχνίτη, τον λιγομίλητο και ιδιοφυή Παναγιωτίδη, ο οποίος έκανε και τα ειδικά μεγάλα καρφιά (περόνια) που χρησιμοποιούσαν οι μάστορες στις οικοδομές, για τη στερέωση της σκεπής με τις αγκρινδιές.  Μάλιστα ο Παναγιωτίδης επιχείρησε να κάνει ένα ποδήλατο δικής του έμπνευσης, αλλά δεν πρόλαβε να το κυκλοφορήσει λόγω του βίαιου εκπατρισμού.

    Δύο (2) ήταν οι Σιδηρουργοί και δύο (2 οι λευκοσιδηρουργοί (τενεκετζήδες) στη Μανδρίτσα, που εξυπηρετούσαν τις ανάγκες του τόπου στα είδη αυτά.

     Υπήρχε και ένας (1) ειδικός σομπατζής,   ο Νικόλαος Χρυσοχοϊδης,  που έκανε  καλαίσθητες θερμάστρες με μπρούτζινες διακοσμήσεις, τα μπουργιά, τα μαγκάλια, κ.τ.λ.

    Δύο (2) Καρροποιεία έκαναν τις βοϊδάμαξες  και τις νταλίκες της Μανδρίτσας και της ευρύτερης περιοχής.

    Δύο (2) τεχνίτες έκαναν τα χάμουρα, τα γκέμια και τα ζεγκιά (αναβατήρες) για τα σαμάρια και τις σέλες, όλα δηλ. γίνονταν στη Μανδρίτσα. Υπήρχε, φυσικά,  και ο γνωστός για την τέχνη του σαμαράς,  που έφτιαχνε κάθε είδους σαμάρια.

    Το Κοινοτικό Πλινθοκεραμοποιείο,  κοντά στο μεγάλο λαχανόκηπο της Εκκλησίας, εξασφάλιζε τα τούβλα και τα κεραμίδια για την οικοδόμηση του τόπου και της περιοχής.

    Χαρακτηριστικό δείγμα προόδου ήταν η λειτουργία, λίγα χρόνια πριν από τον εκπατρισμό (1913), ενός (1) πετρελαιοκίνητου αλευρόμυλου, του Χρήστου Βλαχόπουλου και Σια. Μέχρι τότε οι Μανδριτσιώτες πήγαιναν για τις ανάγκες τους στους Νερόμυλους, που ήταν σε αρκετή απόσταση από την Κωμόπολη.

    Οι νερόμυλοι ήταν τρεις (3).  Όλοι οι νερόμυλοι ήταν κτισμένοι επί του Ερυθροπόταμου (Κιζίλ-ντερέ). Ήταν εταιρικοί. Έτσι, ο καθένας από τους Μανδριτσιώτες, ανάλογα με την οικονομική του δυνατότητα, αγόραζε μετοχές. Ο μύλος υπολογιζόταν σε οκάδες, που αντιστοιχούσαν σε  μετοχές. Ήταν οκτώ (8) οι οκάδες (μετοχές) για κάθε μύλο. Η αξία της οκάς (μετοχής) ήταν 50 χρυσές λίρες, οπότε η ολική αξία κάθε μύλου ήταν τετρακόσιες (8 επί 50 = 400) λίρες χρυσές. Όταν κανείς από τους μετόχους είχε ανάγκες και πουλούσε 100 δράμια μύλο, δηλαδή ¼ της οκάς, οι μέτοχοι γίνονταν περισσότεροι, οι μετοχές, όμως, ήταν πάντα αμετάβλητες. Πάντως, ήταν μια καλή τοποθέτηση χρημάτων για εκείνους που είχαν οικονομική ευχέρεια. Γι΄ αυτό άκουγε κανείς πότε – πότε να λέγεται πως ο «τάδε» πήγε πολύ καλά φέτος, αφού μπόρεσε να αγοράσει και 150 δράμια μύλο.

    Παράλειψη θα είναι, αν δεν αναφερθούμε και στα πολλά (περίπου 20) καζάνια απόσταξης (ρακίντσες), που υπήρχαν για να βράζουν τα τσίπουρα από τα δικά τους άφθονα σταφύλια, ύστερα από το κρασί.

Ένας (1) ήταν ο φούρνος, του Βεζύρη, δίπλα στο καφενείο του, που έβγαζε το «χάσικο» ψωμί, (το σιμίτικο), και τα διάφορα κουλουράκια για τα παζάρια και τα πανηγύρια, διότι κάθε σπίτι είχε και το φούρνο του.

Στον κεντρικό δρόμο ήταν τα μεγαλύτερα μπακάλικα (παντοπωλεία): του Βαβαϊτογλου, του Ρουσίνη και του Γέντζογλου. Υπήρχαν και μερικά άλλα μπακάλικα, που ήταν μέσα στους μαχαλάδες.                 

    Υπήρχαν  δύο (2) μαγαζιά ψιλικών, των αδελφών Ναλμπάντογλου: του Ζήση στην Πλατεία και του Χρήστου στη μεγάλη βρύση.

    Καθημερινή διασκέδαση για τους Μανδριτσιώτες ήταν και η παραμονή τους στα εννιά (9) Καφενεία: το Κοινοτικό ή της Εκκλησίας, του Αργύρογλου, ένα μικρό του Χατζήογλου - Λογοθέτη, το πιο καινούργιο και μεγάλο του Μοσχίδη (όπου ο καφές προσφερόταν το καλοκαίρι με παγωμένο νερό, λόγω της ύπαρξης ενός είδους παγαποθήκης (μουσχανά) στο υπόγειο του σπιτιού του, όπου διατηρούσε τους πάγους από τα παγωμένα ποτάμια το χειμώνα), του Πέτρογλου, του Δερμεντζίογλου- Τσολάκη κοντά στην Αστική Σχολή, του Βεζύρη (το μεγάλο καφενείο, όπου σύχναζαν οι προύχοντες και η δημογεροντία), του Καράογλου κάτω στην είσοδο της Κωμόπολης και το εξοχικό του Πουριάζη, όπου γίνονταν οι δημόσιοι χοροί.

Στο Καφενείο του Βεζύρη υπήρχε, σε ένα μικρό χώρισμα, και το σιδερωτήριο για τα φέσια, που φορούσε τότε ο κόσμος στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Όλα σχεδόν τα καφενεία, τα μαγαζιά και οι βιοτεχνίες  ήταν κατά μήκος του κεντρικού δρόμου,  που χώριζε ακριβώς στη μέση την Κωμόπολη.

    Στον ίδιο κεντρικό δρόμο, αμέσως μετά το τενεκετζήδικο,  υπήρχε και η βιοτεχνία αεριούχων ποτών του Συμεών Τσολάκογλου (Συμεωνίδη), δηλαδή το εργαστήρι που έβγαζε τις γκαζόζες, πορτοκαλάδες και λεμονάδες, τις οποίες διέθετε σ΄ όλα τα χωριά της ευρύτερης περιοχής, στα παζάρια και πανηγύρια.

    Στον κεντρικό δρόμο γινόταν και η εβδομαδιαία Λαϊκή Αγορά (Παζάρι), κάθε Κυριακή, που παρουσίαζε μεγάλη διακίνηση διαφόρων εμπορευμάτων. Ο επισκέπτης έβρισκε στο Παζάρι όλα τα είδη που είχε ανάγκη. Όλα τα εμπορεύματα ήταν στρωμένα σε «σεργιά» μπροστά στα μαγαζιά και τα εργαστήρια, που ήταν στη σειρά. Τα «σεργιά»  άρχιζαν από το καφενείο του Βεζύρη και έφθαναν μέχρι κάτω στην Πλατεία Καράογλου, όπου ήταν αραδιασμένα τα αμάξια με σιτηρά και σησάμια από τα χωριά του κάμπου, προς πώληση ή ανταλλαγή με αυτά της Μανδρίτσας.

    Όλα αυτά που αναφέραμε, μπορεί στη σημερινή εποχή να θεωρούνται ασήμαντα, όμως για τα χρόνια εκείνα και την απομακρυσμένη Μανδρίτσα από τα τότε αστικά κέντρα της περιοχής, ήταν οπωσδήποτε σημεία προόδου ενός ζωτικού και προοδευτικού λαού.

     Η Μανδρίτσα, η Κωμόπολη των Αρβανιτόφωνων στην Ανατολική Ροδόπη,  είχε τρεις συνοικίες – μαχαλάδες – και η καθεμία εξέλεγε τον Πρόεδρό της (Μουχτάρη). Όλοι αυτοί υπάγονταν στον Δήμαρχο, ο οποίος έφερε την τουρκική ονομασία «Μιουδούρης». Η Εκκλησιαστική Επιτροπή διαχειριζόταν την κτηματική περιουσία και τους άλλους πόρους της Εκκλησίας και σε συνεργασία με τη Σχολική Εφορεία φρόντιζε για την επιλογή των Δασκάλων, οι οποίοι μισθοδοτούνταν από το Εκκλησιαστικό Ταμείο. Υπήρχε και μια αφανής ηγεσία, η Δημογεροντία, την οποία αποτελούσαν σεβαστά και ευϋπόληπτα πρόσωπα και την οποία συμβουλεύονταν όλες οι τοπικές διοικήσεις, όσες φορές υπήρχαν σοβαρά θέματα σθεναρής αντιμετώπισης. (Μαϊκίδης, σελ. 79-80). 

    Ανεπιφύλακτα, η Κωμόπολη της Μανδρίτσας ήταν λίγο πριν το 1913 μια μικρή πολιτεία των 3.000 και πλέον κατοίκων, αυτοδιοίκητη και οικονομικά ακμάζουσα.

    Είχε δύο (2) Εκκλησίες {τον Ι. Ν. Αγίου Δημητρίου(1835) και τον  Ι. Ν. Αγίας Κυριακής (1750)} και  τέσσερις (4) γηγενείς Ιερείς: τον παπα-Χαράλαμπο Κοπαρανίδη, τον παπα-Αθανάσιο, τον παπα-Χρήστο και τον παπα-Θεόδωρο Παπαθεοδώρου. Ο καθένας είχε τη γειτονιά του και κάθε πρώτη του μήνα ευλογούσαν με αγιασμό τα σπίτια πηγαίνοντας από σπίτι σε σπίτι. Τότε οι παπάδες δεν είχαν μισθό, αλλά τους βοηθούσαν οι πιστοί οικονομικά.

    Το 1913 η Μανδρίτσα, λίγο πριν τον βίαιο εκπατρισμό,  είχε τρία (3) Σχολεία:  Νηπιαγωγείο, Παρθεναγωγείο και εξατάξιο Αστική Σχολή (συνολικά με 18 Εκπαιδευτικούς και 450 περίπου συνολικά μαθητές/τριες),  τα οποία παρείχαν υψηλού επιπέδου ελληνική παιδεία, ενώ αρκετοί Μανδριτσιώτες συνέχιζαν τις σπουδές τους στην Αδριανούπολη, στην Αθήνα, τα Ιωάννινα και  το Παρίσι (ως Γιατροί, Δάσκαλοι,  κ.τ.λ.). (Μαϊκίδης, σελ. 36-39).   

    Αρκετοί Μανδριτσιώτες έγιναν Δάσκαλοι (περίπου 25). Μερικοί εξ αυτών οι: Μαβίνης Θεόδωρος – Μανδρίτσα,  Καράογλου Θεόδωρος – Χωριά του κάμπου της Αδριανούπολης, Δαϊλλίδης Άγγελος –Χωριά του κάμπου, Παυλίδης Δημήτριος – Χωριά του κάμπου, Βαβαϊτογλου Άγγελος - Χωριά του κάμπου, Στεφανίδης Χρήστος – Μπεστεμπέ, Κουγιουμτζής Νικόλαος - Χωριά του κάμπου , Χατζόπουλος Αθανάσιος - Χωριά του κάμπου, Ιωαννίδης Δηνήτριος – Τσαλακιόϊ, Βρατσκίδης Κωνσταντίνος – Χανιώτη Κασσάνδρας,  Χρυσοχοϊδης Γεώργιος – Πλαβού, κ.τ.λ.

   Επίσης, αρκετοί Μανδριτσιώτες έγιναν Επιστήμονες διαφόρων ειδικοτήτων, όπως οι: Μαρκόπουλος Γεώργιος – Δικηγόρος, Δογραμματζής Άγγελος – Γεωπόνος, Μαρκόπουλος Χρήστος – Εισαγγελία Εφετών Θεσσαλονίκης, Μαϊκίδης Άγγελος – Επιθεωριτής Ο.Σ.Ε., κ.τ.λ.

     Οι Μανδριτσιώτες απολάμβαναν υψηλής, για την εποχή εκείνη,  στάθμης υπηρεσιών Υγείας, παρεχόμενης από τέσσερις (4) γηγενείς Ιατρούς {τον Κων/νο Αμούτζιογλου, τον Φίλιππο και τον Δημήτριο Αποστολίδη (αδέρφια) και  τον Αθανάσιο Πεϊκίδη}, με αποκορύφωμα την λειτουργία (από το 1898) της Κλινικής του Αθανασίου Πεϊκίδη, Ιατρού πτυχιούχου του Πανεπιστημίου Αθηνών και  ειδικευθέντος στη Γυναικολογία – Μαιευτική στο Παρίσι.

     Δυστυχώς, η Μανδρίτσα, η ακμάζουσα οικονομικά και κοινωνικά ωραία εκείνη Κωμόπολη της πρώην Ανατολικής Ρωμυλίας, με τους 3.000 και πλέον κατοίκους, έσβησε κυριολεκτικά το  1913  με τον βίαιο και αιματηρό εκπατρισμό των κατοίκων της από τους Κομιτατζήδες Βουλγάρους.

      Το μεσημέρι του Σαββάτου 13 Οκτωβρίου 1913 Βούλγαροι Κομιτατζήδες κατέλαβαν τη Μανδρίτσα, ενώ ο τακτικός βουλγαρικός στρατός κύκλωσε την περιοχή. Οι κάτοικοι αιφνιδιάστηκαν και δεν μπόρεσαν να χρησιμοποιήσουν τα όπλα τους. Οι Κομιτατζήδες συνέλαβαν τους Δημογέροντες και αρκετούς κατοίκους, τους οποίους λήστεψαν και κράτησαν ομήρους σε Καφενείο της Κωμόπολης. Όμως, ο Οπλαρχηγός  Απόστολος Ερίνκογλου κατόρθωσε να συγκεντρώσει αρκετούς ενόπλους, οι οποίοι άρχισαν να πυροβολούν μαζικά παραπλανώντας τους Κομιτατζήδες, που πίστεψαν ότι ερχόταν τούρκικος στρατός και άρχισαν να υποχωρούν. Τα παλληκάρια του απελευθέρωσαν τους ομήρους και εκδίωξαν τους κομιτατζήδες, δίνοντας την ευκαιρία στους κατοίκους να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους, πριν εισέλθει ο βουλγαρικός στρατός στη Μανδρίτσα. Δυστυχώς, δεν μπόρεσαν να ήταν μαζί τους ο ήρωας καπετάν Απόστολος Ερίνκογλου και ο πατέρας του ιατρού Αμουτζιόγλου, που έπεσαν  νεκροί από βουλγάρικες σφαίρες. Την επόμενη μέρα  (Κυριακή 14-10-1913) οι πρόσφυγες Μανδριτσιώτες διέσχισαν τον ποταμό Καναρά και πέρασαν σε υπό τουρκική κατοχή έδαφος, σε ελληνικά χωριά του Διδυμοτείχου (Παλιούρι, Λάδη, Μεταξάδες, Ασπρονέρι, Διδυμότειχο,  κ.τ.λ.),  όπου παρέμειναν ως πρόσφυγες έξι (6) μήνες φιλοξενούμενοι από τον Μητροπολίτη μακαριστό Φιλάρετο Βαφείδη.

    Τον Οκτώβριο του 1913  από τις 480 οικογένειες της Μανδρίτσας (έμειναν εκεί εγκλωβισμένες  60 οικογένειες),  αναγκάστηκαν να εκπατρισθούν   οι 420 οικογένειες.

    Κατόπιν, κατά τον μήνα Μάρτιο του 1914, η τουρκική Κυβέρνηση, λόγω μεγάλης έντασης των ελληνοτουρκικών σχέσεων, διέταξε την αναχώρηση όλων των εκ Βουλγαρίας Ελλήνων προσφύγων εκτός τουρκικού κράτους. Έτσι, μέσω Κωνσταντινούπολης (με Ρουμανικά και Ελληνικά καράβια) απέπλευσαν οι Μανδριτσιώτες πρόσφυγες για την Ελλάδα. Αποβιβάστηκαν την Κυριακή των Βαϊων του 1914 στη Θεσσαλονίκη, ενώ λίγο αργότερα μια άλλη ομάδα Μανδριτσιωτών μέσω Ραιδεστού αποβιβάστηκε στο λιμάνι της Καβάλας και προωθήθηκε προς τη Μουσθένη. Λίγο αργότερα άρχισε η διασπορά στην ελεύθερη τότε Ελληνική Μακεδονία (κυρίως σε περιοχές της Θεσσαλονίκης, Κιλκίς, Καβάλας, Έβρου και Δράμας). Οι πρόγονοί μας ήλθαν τότε στην όμορφη Κωμόπολη του Ζαγκλιβερίου.

    Όταν ο Ελληνικός Στρατός το 1919 κατέλαβε τη Δυτική Θράκη, πολλοί πρόσφυγες Μανδριτσιώτες (κυρίως από Σουρωτή, Μάνδρες και Μουσθένη) επέστρεψαν σε χωριά του Διδυμότειχου και εγκαταστάθηκαν στα χωριά Μαυροκκλήσι, Πρωτοκκλήσι, Διδυμότειχο, Θούριο, κ.ά., με την ελπίδα ότι η Μανδρίτσα θα περιέρχετο στο ελληνικό έδαφος. Σε 2 περίπου χρόνια, όμως,  οι ελπίδες τους διαψεύσθηκαν.

    Τελικά, αργότερα κατά το έτος 1926  οι εκ Μανδρίτσας προσφυγικές οικογένειες  έχουν ήδη  εγκατασταθεί ως εξής: 100 οικογένειες στις Μάνδρες-  Κιλκίς, 60 στη Θέρμη - Θεσσ καταγράφηκαν αλονίκης, 60 στο Ζαγκλιβέρι - Θεσσαλονίκης, 47 στη Σουρωτή - Θεσσαλονίκης,  6 στην Περαία - Θεσσαλονίκης, 39 στη Μουσθένη - Καβάλας και  15 στον Καλόν Αγρό – Δράμας, ενώ οι υπόλοιπες οικογένειες σε διάφορες άλλες περιοχές του Έβρου (Μαυροκκλήσι 40, Πρωτοκκλήσι 30, Μεταξάδες 15, Θούριο 10, κ.τ.λ.).

 

     Σήμερα η Μανδρίτσα – Βουλγαρίας  είναι μία Κωμόπολη «φάντασμα», με 44 μόνον κατοίκους.

    Οι απόγονοι των βιαίως εκπατρισθέντων Μανδριτσιωτών διαδραμάτισαν και διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στα  ελληνικά κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά δρώμενα.

    Οι Ζαγκλιβερινοί Μανδριτσιώτες, με τη μεγάλη εργατικότητά τους, την αξιοθαύμαστη φιλομάθειά τους και την ιδιαίτερη ικανότητά τους σε πλείστα επαγγέλματα, συνετέλεσαν και συντελούν αρκετά στην ανάπτυξη και πρόοδο της όμορφης Κωμόπολης Ζαγκλιβερίου.

    Από τους απογόνους των επόμενων γενεών, που προήλθαν από αμιγείς ή μικτούς Γάμους, αναδείχθηκαν αρκετοί  Επιστήμονες, πετυχημένοι Επιχειρηματίες, αξιόλογοι Αθλητές, κ.λ.π.

            Σημαντική, όμως, υπήρξε η προσφορά των Μανδριτσιωτών και των απογόνων τους στα «κοινά».  Αναδείχθησαν: ένας Υπουργός και σειράν ετών Βουλευτής, Κοινοτάρχες, Νομαρχιακοί, Δημοτικοί  και Κοινοτικοί Σύμβουλοι, Πρόεδροι μεγάλων Κρατικών Οργανισμών και Υπηρεσιών, Πρόεδροι Αγροτικών Συνεταιρισμών, Πρόεδροι Συλλόγων,  κ.λ.π. 

    Ολοκληρώνοντας, επιτρέψτε μας να αναφερθούμε και σε ένα ευτράπελο ανέκδοτο, σχετικό με όλα τα προαναφερθέντα. Σ΄ ένα καφενείο του Ορτάκιοϊ (Ιβαϊλοβγκραντ), σε μέρα του Παζαριού, μερικοί ζωέμποροι συζητούσαν μεγαλόφωνα για τα χωριά που θα μπορούσαν να βρουν αυτά που ζητούσαν. Όταν έμαθαν απ΄ τον καφετζή ότι ο καθήμενος στο διπλανό τραπέζι, με τα μπλε πουτούρια, ήταν απ΄ τη Μανδρίτσα, γύρισε προς αυτόν και τον ρώτησε με τον … «αέρα» του ζωέμπορα: « - Τι παράγει, ρε πατριώτη, το χωριό σου?». Ο θυμόσοφος χωρικός του απάντησε: « - Η Μανδρίτσα βγάζει κουκούλια, γιατρούς, δασκάλους και κάθε τέχνης μαστόρους». Όλοι οι παρευρισκόμενοι γέλασαν καλόκαρδα. Οι ζωέμποροι είπαν ότι θα πάνε αλλού, γιατί δεν κάνει γι΄ αυτούς η Μανδρίτσα. 

                                                             

Συντάκτης:          ΚΟΠΑΡΑΝΙΔΗΣ ΧΑΡΑΛ. ΝΙΚΟΛΑΟΣ,       Συνταξιούχος Εκπαιδευτικός - Πρώην Διευθυντής Σχολείου Θεσσαλονίκης,          Πρώην (1995-98) Πρόεδρος  Κοινότητας  Ζαγκλιβερίου  (Κωμόπολης Νομού Θεσ/νίκης),            Πρόεδρος του Δ.Σ. του Συλλόγου (από τον Ιούνιο του 2014).

 

Πηγή: Αποσπάσματα από το (ανέκδοτο) Βιβλίο:   " ΜΑΝΔΡΙΤΣΑ, Η ΑΚΜΑΙΑ ΚΩΜΟΠΟΛΗ ΤΩΝ ΑΡΒΑΝΙΤΟΦΩΝΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΤΗΝ ΠΡΩΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΡΩΜΥΛΙΑ  ΠΟΥ ΕΣΒΗΣΕ ΤΟ 1913",  του ΚΟΠΑΡΑΝΙΔΗ ΝΙΚΟΛΑΟΥ,  ΖΑΓΚΛΙΒΕΡΙ - 2016.                            

 

 

                                                          ΜΑΝΔΡΙΤΣΑ

    Η Μανδρίτσα είναι ένα χωριό της Νοτιο - Ανατολικής Βουλγαρίας. Βρίσκεται στην Ανατολική Ροδόπη, του Δήμου Ιβαΐλοβγκραντ, του Νομού Χάσκοβο. Το χωριό είναι χτισμένο κοντά στη δεξιά όχθη του ποταμού Byala Reka (Ερυθροπόταμου), 19 Km Νότια του  Ιβαΐλοβγκραντ και 4 Km Δυτικά του ποταμού Luda Reka (Δέρειος), επί των Ελληνο – Βουλγαρικών συνόρων.

    Οι πρώτοι Αρβανίτες κάτοικοι εγκαταστάθηκαν κατά τον 14ο αιώνα, πριν την άλωση της Κωνσταντινούπολης, προερχόμενοι από την περιοχή της Μοσχόπολης (Βιθκούκι) της Βορείου Ηπείρου. Επειδή ήταν οι περισσότεροι κτηνοτρόφοι, στο χωριό έδωσαν το όνομα «Μανδρίτσα», που στα Ελληνικά σημαίνει: «μικρό μαντρί, μικρή στάνη». Οι σημαντικότεροι μετέπειτα εποικισμοί της Μανδρίτσας έγιναν περίπου στα μέσα του 16ου και του 18ου αιώνα πάλι από  Αρβανίτες της αυτής ράτσας της Βορείου Ηπείρου  και στις αρχές του 19ου αιώνα από Σουλιώτες.

       Οι Μανδριτσιώτες ήταν Αρβανίτες της αυτής ράτσας (όχι Αλβανοί).  Χριστιανοί Ορθόδοξοι στο θρήσκευμα. Μιλούσαν και «Αρβανίτικα» και «Ελληνικά», δηλαδή ήταν δίγλωσσοι.

    Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, και μέχρι το 1913, οι Αρβανίτες κάτοικοι της Μανδρίτσας είχαν αρκετά προνόμια (φορολογικές απαλλαγές, αυτοδιοίκηση, οπλοφορία, κ.τ.λ.).

    Οι Μανδριτσιώτες είχαν έντονη Ελληνική εθνική συνείδηση και συμμετείχαν στους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες του 1821, στο Μακεδονικό Αγώνα (1904 – 1908) και στους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-13).

    Μέχρι το 1913 η Μανδρίτσα ήταν μια Κωμόπολη με έντονη οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη. Ο πληθυσμός της υπερέβαινε τις 3.000 κατοίκους μέχρι τις 13 – 10 – 1913 (ημερομηνία του βίαιου εκπατρισμού 420 οικογενειών της Μανδρίτσας, από τους Βουλγάρους κομιτατζήδες). Υπήρχαν δύο Εκκλησίες (του Αγίου Δημητρίου και της Αγίας Κυριακής) και τρία Σχολεία (Αστική Σχολή, Παρθεναγωγείο και άρτιο Νηπιαγωγείο ), ενώ αρκετοί Μανδριτσιώτες συνέχιζαν τις σπουδές τους στην Ανδριανούπολη, στην Αθήνα, τα Ιωάννινα, στην Προύσα, το Παρίσι, κ.τ.λ. (ως Γιατροί, Δάσκαλοι, Σηροτρόφοι, κ.τ.λ.).

    Κυριότερες δραστηριότητες των Μανδριτσιωτών μέχρι το 1913, ήταν η σηροτροφία, η κατεργασία μεταξιού, η κτηνοτροφία, η γεωργία (σησάμι, κ.τ.λ.), η βιοτεχνία και το εμπόριο. Λειτουργούσαν τότε 12 σησαμοελαιοτριβεία, 3 αλευρόμυλοι, 1 κοινοτικό πλινθοκεραμοποιείο, 1 χυτήριο (κατασκεύαζε καμπάνες, κ.τ.λ.), βυρσοδεψεία, βαρελοποιεία, βαφεία, βιοτεχνίες : αεριούχων ποτών, οικιακών σκευών, όπλων, κοσμημάτων, κ.τ.λ.  Επίσης, υπήρχαν πολλά εργαστήρια παραγωγής παστεριωμένου σπόρου μεταξοσκώληκα, που πραγματοποιούσαν μάλιστα εξαγωγές σε πολλά άλλα μέρη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

    Από τις 480 οικογένειες της Μανδρίτσας (έμειναν τότε εγκλωβισμένες 60 μόνον οικογένειες στη Μανδρίτσα), που αναγκάστηκαν να εκπατρισθούν  το 1913, εγκαταστάθηκαν όλες, αποκλειστικά και μόνον, στην Ελλάδα, ως εξής: 100 οικογένειες στις Μάνδρες-  Κιλκίς, 60 στη Θέρμη - Θεσσαλονίκης, 60 στο Ζαγκλιβέρι - Θεσσαλονίκης, 47 στη Σουρωτή - Θεσσαλονίκης, 9 στην Περαία - Θεσσαλονίκης, 54 στη Μουσθένη - Καβάλας και Καλόν Αγρό - Δράμας, και άλλες  ενώ οι υπόλοιπες οικογένειες σε διάφορα άλλες περιοχές (Μαυροκκλήσι, Πρωτοκκλήσι, Μεταξάδες, Θούριο, κ.τ.λ. - Έβρου). 

   Σήμερα η Μανδρίτσα – Βουλγαρίας είναι μία Κωμόπολη «φάντασμα», με 44 μόνον κατοίκους.

Συντάκτης: Κοπαρανίδης Νικόλαος, Πρόεδρος του Δ.Σ. του Συλλόγου.

Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΩΝ ΜΑΝΔΡΙΤΣΙΩΤΩΝ.

        Οι Μανδριτσιώτες  ήταν Χριστιανοί Ορθόδοξοι στο θρήσκευμα και ανέκαθεν δίγλωσσοι. Οι Αρβανίτες κάτοικοι της Μανδρίτσας μιλούσαν όλοι, εκτός από τα Αρβανίτικα, και την Ελληνική γλώσσα ανέκαθεν. Φυσικά, κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας μερικοί μιλούσαν και την τούρκικη γλώσσα (κυρίως, όσοι σπούδασαν σε Τουρκικές Σχολές, π.χ. της Προύσας), ενώ μετά το 1913 η επίσημη γλώσσα των εναπομεινάντων στη Μανδρίτσα είναι η βουλγάρικη γλώσσα.

        Αν και ήταν υπόδουλοι στους Τούρκους (μέχρι και το 1878) και στους Βούλγαρους (από το 1885 έως και τον εκπατρισμό τους), μιλούσαν (εκτός από τα Αρβανίτικα) συνεχώς την Ελληνική γλώσσα. Ποτέ, μα ποτέ, δεν μίλησαν την Αλβανική γλώσσα οι Αρβανίτες κάτοικοι της Μανδρίτσας. Φυσικά, έγραφαν στην Ελληνική γλώσσα, και μόνο σ΄αυτή. Ουδέποτε, έως και τον εκπατρισμό τους, οι Αρβανίτες κάτοικοι της Μανδρίτσας έγραψαν στην Τουρκική ή στη Βουλγάρικη ή στην Αλβανική γλώσσα. Οι πρόγονοί μας, συνεχώς και αδιάκοπα, ήταν πολύ υπερήφανοι που μιλούσαν (και έγραφαν) τα Ελληνικά.   Ήταν Χριστιανοί Ορθόδοξοι και είχαν πάντοτε εθνική ελληνική συνείδηση, μέχρι και τον εκπατρισμό τους.  Αυτά από κανέναν δεν μπορούν να αμφισβητηθούν.

            Ως ατράνταχτες μαρτυρίες δύνανται να αναφερθούν ενδεικτικά τα εξής:

  1. Στη Μανδρίτσα λειτουργούσαν, μέχρι και το 1913, τρία (3) Δημοτικά Σχολεία (ένα Νηπιαγωγείο, ένα Παρθεναγωγείο και μία (1) Αστική Σχολή). Στα Σχολεία αυτά διδάσκονταν μόνον την Ελληνική γλώσσα και φοιτούσαν τουλάχιστον τετρακόσοι πενήντα (450) μαθητές και μαθήτριες.  Δίδασκαν σ΄αυτά τουλάχιστον οκτώ (8) Δάσκαλοι, που οι περισσότεροι έρχονταν από την τότε ελεύθερη Ελλάδα.
  2. Όλοι ανεξαιρέτως οι πέτρινοι και ξύλινοι Σταυροί στους τάφους των προγόνων μας στα Κοιμητήρια της Μανδρίτσας έφεραν (μέχρι και το 1913) τα ονόματα των Νεκρών με Ελληνική γραφή, γεγονός αδιαμφισβήτητο ακόμη και σήμερα.
  3. Όλες ανεξαιρέτως οι Άγιες Εικόνες στον Ιερό Ναό του Αγίου Δημητρίου, στο Ιερό Ναό της Αγίας Κυριακής στα Κοιμητήρια και στο εξωκλήσι του Προφήτη Ηλία στη Μανδρίτσα, έφεραν (μέχρι και το 1913) σε  Ελληνική γραφή τα ονόματα των Αγίων.
  4. Μετά το βίαιο και αιματηρό εκπατρισμό των προγόνων μας από τη Μανδρίτσα (13-10-1913), όλες ανεξαιρέτως οι 420 οικογένειες των Μανδριτσιωτών που εκδιώχθηκαν από τους Κομιτατζήδες (έμειναν στη Βουλγαρία περίπου 70 οικογένειες)  ζήτησαν να εγκατασταθούν αποκλειστικά και μόνο σε μέρη της τότε ελεύθερης  Ελλάδας, γιατί είχαν μόνον ελληνική εθνική συνείδηση και γιατί μιλούσαν (εκτός από τα Αρβανίτικα) και έγραφαν την ελληνική γλώσσα.
  5. Όλα ανεξαιρέτως τα κειμήλια (εικόνες, βιβλία, έγγραφα, τιμαλφή, κ.τ.λ.), που κατόρθωσαν να σώσουν και να μεταφέρουν στις καινούργιες πατρίδες τους οι εκπατρισθέντες Μανδριτσιώτες, φέρουν μόνον την Ελληνική γραφή.

        Τέλος, είναι αδιαμφισβήτητο  ότι η Αρβανίτικη γλώσσα θεωρείται παλαιότερη της σημερινής αλβανικής γλώσσας.

 

          Συντάκτης:  Κοπαρανίδης Νικόλαος,  Πρόεδρος του Δ.Σ. του Συλλόγου.

MANDRITSA.

             Mandritsa is a village in South - Eastern Bulgaria. Ιt is located in the Eastern Rhodopes, in the municipality Ivaylovgrad of the Haskovo county. The village is situated on the right bank of the river Byala Reka (Erythropotamos), 19 Km South of Ivaylovgrad and 4 Km west of the river Luda Reka (Dereios), on the Greek - Bulgarian border.

            The first Arvanites inhabitants settled in the 14th century, coming from the area of ​​Vithkoukiou the current Northern Epirus. Because they were farmers, they gave the village the name of "Mandritsa" which in Greek means "small corral, small sheepfold." The major settlements in the area of Mandritsa were made ​​later at the end of the 18th century by Arvanites of Northern Epirus and in the early 19th century by Souliotes.

            The inhabitants of Mandritsa  were Arvanites  (not Albanians).  Orthodox Christians in religion. They  spoke "Arvanitika" and "Greek";  they were bilingual.

            During the Turkish occupation, and up to  1908, the Arvanites residents of Mandritsa had enough privileges (they were allowed to carry guns, to be excluded from some tax payments and to have the administration of the territory in their own hands, etc.).
           The inhabitants of Mandritsa had strong Greek national consciousness and participated in the national liberation struggles of 1821 and the Macedonian Struggle (1904 - 1908).
           Until 1913, Mandritsa was a small town with a strong economic and cultural development. The population exceeded 3,000 residents by 13 - 10 - 1913 (date of the expatriation of 420 families from Mandritsa by Bulgarian guerillas). There were two churches (St. Demetrius and St. Kiriaki) and three schools (“Astiki School”, “Parthenagogeio” for women and a finely – organized Kindergarten) and several people from Mandritsa  continue their studies (as Doctors, Teachers, sericulture, etc.) at Adrianople in Athens, Ioannina, Bursa, Paris, etc.

The Main jobs, people in Mandritsa  were  occupied  in,  until 1913, were the sericulture, silk treatment, livestock, craft and trade. There were then 12 sesame factories, 3 flour mills, 1 Community plinth-pottery manufactures, 1 foundry (made bells, etc.), tanneries, barrel and paint factories, small factories which made carbonated drinks, utensils, weapons, jewelery, etc. . There were  workshops producing pasteurized silkworm seed, which were making exports even in many other parts of the Ottoman Empire.
           From the 420 families of Mandritsa (now, there are  only  60 families in Mandritsa), who were forced to expatriation in 1913, they all settled, exclusively in Greece, as follows: 100 families in Mandres Kilkis, 60 Thermi Thessaloniki, 60 in Zagkliveri Thessaloniki, 47 in  Souroti Thessaloniki, 50 in Moustheni Kavala and  Kalon Agros Drama, while other families in several other areas (Mavrokklisi, Protokklisi, Μetaxades, Thurios, etc. Evros).
 Today Madritsa - Bulgaria is a small town "Ghost", with only 44 residents.

THE LANGUAGE OF THE PEOPLE OF MANDRITSA

 

                The people of Mandritsa were Christian Orthodox in faith and had always been bilingual. The Arvanite inhabitants of Mandritsa all spoke Greek, apart from Arvanitic. Naturally, during the period of Ottoman occupation some also spoke Turkish (mainly those who attended Turkish schools, e.g. that of Bursa). However, since 1913 the official language of the remaining population in Mandritsa is Bulgarian.

                Although they were enslaved by the Turks (up until 1878) and by the Bulgarians (from 1885 until their expatriation), the people of Mandritsa constantly spoke (apart from Arvanitic) Greek. The Arvanite inhabitants of Mandritsa never spoke the Albanian language and they wrote in no other language but Greek. Up until their expatriation, the Arvanite inhabitants of Mandritsa did not at any time write in Turkish, Bulgarian or Albanian. Our ancestors constantly and incessantly took great pride in their ability to speak (and write) in Greek. They were Christian Orthodox in faith and always had a Greek national consciousness up until their expatriation. These are undeniable facts.

                The following examples constitute irrefutable evidence thereof:

  1. Up until 1913 Mandritsa had two (2) primary schools, one for boys and one for girls, and one (1) civil school. Only the Greek language was taught at these schools, which were attended by at least οne hundred and fifty (150) male and female pupils. At least four (4) teachers taught at these schools, most of whom came from the then free territory of Greece.
  2. Each and every marble and wooden cross on the graves of our ancestors at the Mandritsa Cemetery bore (up until 1913) the names of the deceased in Greek script, an undisputable fact even today.
  3. The names of the Saints on each and every icon in the Holy Church of Saint Demetrius (Hagios Dimitrios), the Church of Saint Kyriaki (Hagia Kyriaki) at the Cemetery and the chapel of the Prophet Elias (Profitis Ilias) in Mandritsa were written (until 1913) in Greek script.
  4. Following the violent and bloody expatriation of our ancestors from Mandritsa (13.10.1913), each and every family exiled from Mandritsa (420 families in total, leaving behind approximately 70) asked to settle exclusively in parts of Greece, which was free at the time, because of their Greek national consciousness and also because they wrote in and spoke the Greek language.
  5. The heirlooms (icons, books, documents, valuables, etc.) that the exiled people of Mandritsa managed to salvage and take with them to their new homes are all in Greek script.

Lastly, it is an undisputable fact that the Arvanitic language is considered to go further back than today’s Albanian language.

                                                                                                                    Koparanidis  Nikolaos.

 

Επαφή

mandritsiotes-zagliveriou

Ζαγκλιβέρι-Λαγκαδά
57012

Αναζήτηση στο site

Δημοσκόπηση

© 2013 Όλα τα δικαιώματα κατοχυρωμένα

Φτιάξε δωρεάν ιστοσελίδαWebnode